- μυριάρουρος
- μῡρῐ-άρουρος [ᾰ], ὁ,A having 10,000 ἄρουραι, PPetr.2p.138 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριάρουρος — μυριάρουρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δέκα χιλιάδες αρούρας, τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἄρουρα «γη μέτρο επιφανείας» (πρβλ. δεκ άρουρος)] … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek